- χαρέμι
- Τουρκική λέξη, που δηλώνει τον μωαμεθανικό γυναικωνίτη, τον ιδιαίτερο δηλαδή τόπο διαμονής των γυναικών και, συνεκδοχικά, το σύνολο των συζύγων ενός μουσουλμάνου.
Η συνήθεια του περιορισμού των γυναικών μέσα σε χωριστό διαμέρισμα, από όπου βγαίνουν σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις, δεν είναι συνήθεια ιδιαίτερα μουσουλμανική. Μόνο οι μεγάλοι και οι πλούσιοι ήταν σε θέση να συντηρούν χ., μέσα στο οποίο είχαν πολλές γυναίκες, που τις φύλαγαν οι ευνούχοι. Η πρώτη από αυτές, που θα χάριζε γιο, ονομαζόταν χασεκή σουλτάν και σε περίπτωση που ο γιος της ανέβαινε στον θρόνο, τότε αυτή έπαιρνε την ονομασία βαλιδέ σουλτάνα, δηλαδή βασιλομήτορα. Όλες αυτές οι γυναίκες έβγαιναν από το παλάτι σε εξαιρετικές περιπτώσεις, συνήθως ζούσαν έγκλειστες στα ανάκτορα του σουλτάνου, χωρίς καμιά δραστηριότητα.
Σήμερα, οι συνήθειες αυτές εξαφανίστηκαν από την Τουρκία, παρατηρείται μάλιστα μια γενική εξέλιξη σε αυτή την κατεύθυνση και στον υπόλοιπο μουσουλμανικό κόσμο.
* * *το, Ν(στους μωαμεθανούς)1. το σύνολο τών συζύγων ενός άνδρα2. διαμέρισμα οικίας προορισμένο για τις γυναίκες αυτές, γυναικωνίτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. harem < αραβ. harīm «καθετί ιερό και απαγορευμένο, χαρέμι» και αραβ. haram «ιερός και απαραβίαστος χώρος, χαρέμι» με συμφυρμό.
Dictionary of Greek. 2013.